To Πειθαρχικό Καθεστώς των Μελών των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών

Μελέτη του Ιωάννη Καρμίρη, επί πτυχίω φοιτητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Α) ΈΝΝΟΙΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΟΣ – ΓΕΝΙΚΑ

Η έννοια του πειθαρχικού παραπτώματος αποτελεί τον θεμελιώδη λίθο του πειθαρχικού δικαίου, αφού αυτό οριοθετεί τη πειθαρχική διαδικασία ,καθορίζει το αντικείμενο διερεύνησής της και ανάλογα με την βαρύτητα αυτού επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή. Καθίσταται, έτσι, σαφές ότι για τη συστηματική κατανόηση του πειθαρχικού δικαίου είναι απαραίτητη η διασαφήνιση της έννοιας του πειθαρχικού παραπτώματος. Ο ορισμός της έννοιας αυτής δίνεται στον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα και νοείται ομοίως  και για τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών , λόγω της υπηρεσιακής συνάφειας αυτών με τους δημοσίους υπαλλήλους καθώς και της έλλειψης σχετικής διάταξης σε κάποιο ειδικό για τις  Α.Δ.Α. νομοθέτημα. Σύμφωνα με το αρ. 106 του ν. 3528/2007, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το αρ. 2 του ν. 4057/2012  (ΦΕΚ Α 54 14.3.2012), πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος  που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη  καταλογιστή στο δημόσιο υπάλληλο. Το καθήκον του δημοσίου υπαλλήλου καθορίζεται τόσο από τις υποχρεώσεις που προβλέπει γι’ αυτόν  ο νόμος, όσο και από την συμπεριφορά που αυτός οφείλει να επιδεικνύει εκτός υπηρεσίας, ώστε να μην θίγει το κύρος αυτής. Υπαίτια θεωρείται η πράξη (ή παράλειψη) του δημοσίου υπαλλήλου όταν αυτός είτε είχε δόλο ως προς αυτήν είτε όφειλε με βάση τη συμπεριφορά του μέσου συνετού υπαλλήλου της θέσης του να επιδείξει μεγαλύτερη επιμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του από αυτή που επέδειξε. Καταλογιστή θεωρείται η πράξη όταν ο πειθαρχικά ελεγχόμενος ενέχεται για αυτήν, έχει δηλαδή ευθύνη. Η ενοχή βρίσκεται σε ευθεία αντιστοιχία με τον πυρήνα της πειθαρχικής διαδικασίας που είναι η ιδιαίτερη προσωπική αποδοκιμασία του ελεγχόμενου με την επιβολή μίας πειθαρχικής κύρωσης[1].

Ακολούθως, ο Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας προβαίνει σε απαρίθμηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων, τα οποία ισχύουν αναλογικά  για τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών και συμπληρωματικά σε σχέση με τα πειθαρχικά αδικήματα που προβλέπονται στα σχετικά με τις επιμέρους αρχές νομοθετήματα. Έτσι, το αρ. 107 του ν. 3528/2007, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τους ν. 4325/2015, 4604/2019, 4674/2020, 4795/2021, ορίζει ότι πειθαρχικά παραπτώματα είναι: α) πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία, β) κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές και οδηγίες. Το υπαλληλικό καθήκον σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει στον υπάλληλο πράξη ή παράλειψη που να αντίκειται προς τις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του παρόντος, γ) η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, δ) η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, ε) η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας (Σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά ή αναξιοπρεπή ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, η άσκηση συνδικαλιστικής, πολιτικής ή κοινωνικής δράσης.), στ) η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, ζ) η παραβίαση της αρχής της ισότητας, των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, σύμφωνα με τον ν. 3896/2010, και η χρήση γλώσσας έμφυλης διάκρισης, κατά την άσκηση των καθηκόντων, η) η παραβίαση της υποχρέωσης εχεμύθειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του παρόντος, θ) η σοβαρή απείθεια, ι) η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων, ια) η παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 27 του ν. 3528/2007, καθώς και η αδικαιολόγητη προτίμηση νεότερων υποθέσεων με παραμέληση παλαιότερων, ιβ) η άρνηση παροχής πληροφόρησης στους πολίτες και τις αρχές, ιγ) η προδήλως αδικαιολόγητη μη εξυπηρέτηση των πολιτών και η υπαίτια μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ιδ) η χρησιμοποίηση της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή τρίτων προσώπων, ιε) η αδικαιολόγητη άρνηση προσέλευσης για ιατρική εξέταση, ιστ) η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία την οποία διενεργεί επιτροπή, μέλος της οποίας είναι ο υπάλληλος ή όταν η επιτροπή αυτή υπάγεται στην αρχή στην οποία ο υπάλληλος υπηρετεί, ιζ) η κακόβουλη άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής που γίνεται δημοσίως, γραπτώς ή προφορικώς, με σκόπιμη χρήση εν γνώσει εκδήλως ανακριβών στοιχείων ή με χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις, η) η άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας, χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας, επιθεώρησης ή ελέγχου από Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, τον Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας και τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου, ιθ) η αδικαιολόγητα μη έγκαιρη σύνταξη ή η σύνταξη μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης ή η σύνταξη έκθεσης με κρίσεις ή χαρακτηρισμούς που δεν εξειδικεύονται με αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων, κ) η άρνηση ή παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας, κα) η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για την απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας ή την πρόκληση ή ματαίωση εντολής της υπηρεσίας,

κβ) η σύναψη στενών κοινωνικών σχέσεων με πρόσωπα, με αφορμή το χειρισμό θεμάτων αρμοδιότητας του υπαλλήλου από την αντιμετώπιση των οποίων εξαρτώνται ουσιώδη συμφέροντα των προσώπων αυτών, κγ) η φθορά λόγω ασυνήθιστης χρήσης, η εγκατάλειψη ή η παράνομη χρήση πράγματος το οποίο ανήκει στην υπηρεσία, κδ) η παράλειψη από τα πειθαρχικά όργανα δίωξης και τιμωρίας πειθαρχικού παραπτώματος, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 110 του ν. 3528/2007, κε) η άσκηση εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας, κστ) η απλή απείθεια,  κζ) η μη τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και η παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει την τήρησή του, κη) η αμέλεια ή ατελής εκπλήρωση του υπηρεσιακού καθήκοντος, κθ) η άρνηση συνεργασίας με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) και η μη εφαρμογή των διατάξεων περί απλούστευσης των διαδικασιών και καταπολέμησης της γραφειοκρατίας, λ) το ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 130 του ν. 3528/2007, λα) το ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 144 του ν. 3528/2007, λβ) Το ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του αρ. 3  του ν. 3861/2010, λγ) η κατάθεση, η χρήση, η συμπερίληψη και η διατήρηση στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου, πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαιώσεως, λδ) οποιαδήποτε πράξη κατά της γενετήσιας ελευθερίας, καθώς και ειδικότερα η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας άλλου προσώπου ή και οποιαδήποτε πράξη οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, εντός και εκτός υπηρεσίας. Επιβαρυντική περίσταση αποτελεί η τέλεση των πράξεων αυτών σε βάρος ανηλίκων ή και η τέλεση των πράξεων αυτών από υπαλλήλους κατά κατάχρηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.

Από την απαρίθμηση των πειθαρχικών αδικημάτων του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης εσκεμμένως δεν τυποποίησε αυστηρά τα πειθαρχικά παραπτώματα, αλλά αντίθετα χρησιμοποίησε ευρύτερη διατύπωση,  με σκοπό να δώσει ευελιξία  στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα και να αποφύγει να μένουν ατιμώρητες προδήλως ανάρμοστες συμπεριφορές λόγω μη πλήρωσης  λεπτομερειακών και επουσιωδών στοιχείων της υπόστασης των αδικημάτων. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ασφάλεια σχετικά με το ποιες συμπεριφορές αποτελούν πειθαρχικά αδικήματα, αφού μία απλή αναγωγή στα διδάγματα της κοινής πείρας αρκεί για να αντιληφθεί ο δημόσιος υπάλληλος ποιες συμπεριφορές είναι πειθαρχικά κολάσιμες. Τέλος, δεν αποκλείεται ορισμένες πειθαρχικές παραβάσεις να συνιστούν και ποινικά αδικήματα, όταν οι συμπεριφορές αυτές τυποποιούνται στον Π.Κ. ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους.

Κατωτέρω θα ασχοληθούμε με το πειθαρχικό δίκαιο των μελών των πέντε συνταγματικά προβλεπομένων ανεξάρτητων αρχών και εν συνεχεία με το πειθαρχικό καθεστώς των κυριοτέρων νομοθετικά προβλεπομένων ανεξάρτητων αρχών.

 

Β) ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΕΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΡΧΕΣ

1.ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ

Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή που ιδρύθηκε το 1989 (ν. 1866/1989), με σκοπό την εποπτεία της λειτουργίας των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών και της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και κατόπιν την αδειοδότησή τους, σε περίπτωση τήρησης  εκ μέρους τους των προκαθορισμένων κανόνων λειτουργίας τους. Το Ε.Σ.Ρ. είναι μία εκ των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών (αρ.15 παρ. 2 Σ.) και διαθέτει διοικητική και δημοσιονομική αυτοτέλεια, όχι όμως και ξεχωριστή νομική προσωπικότητα, αφού  εντάσσεται σε αυτή του Κράτους. Οι αρμοδιότητες του Ε.Σ.Ρ. είναι πολυσχιδείς. Αρχικά, έχει ρυθμιστική δράση με τη διατύπωση σύμφωνης γνώμης προς τον αρμόδιο υπουργό αφενός μεν για το είδος και τον αριθμό των αδειών επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης και ραδιοφώνου, αφετέρου για την τιμή εκκίνησης των διαδικασιών πλειστηριασμού και με την κατάρτιση Κωδίκων Δεοντολογίας Ειδησεογραφικών Εκπομπών, Διαφημίσεων και Ψυχαγωγικών Προγραμμάτων. Επιπρόσθετα, έχει ελεγκτικές αρμοδιότητες, οι οποίες συνίστανται στο συστηματικό έλεγχο της τήρησης των κανόνων της δεοντολογίας, της πληρότητας του προγράμματος, της πολυφωνίας στην ενημέρωση, της προστασίας των ανηλίκων και του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου. Η ελεγκτική δράση του Ε.Σ.Ρ. δεν περιορίζεται μόνο στο ραδιοτηλεοπτικό πρόγραμμα αλλά  εκτείνεται και στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων, με τον έλεγχο της τήρησης των ισχυόντων στη νομοθεσία περιορισμών και ασυμβιβάστων. Τέλος, το Ε.Σ.Ρ. έχει κυρωτικές αρμοδιότητες, αφού σε περιπτώσεις παραβιάσεως της νομοθεσίας επιβάλλει χρηματικά πρόστιμα ή άλλες διοικητικές κυρώσεις, ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας.

Ως προς το πειθαρχικό καθεστώς των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, εκτενείς ρυθμίσεις περιείχε ο ν. 2863/2000. Η παρ. 5 του αρ. 3 του εν λόγω νόμου όριζε ότι τα μέλη του Ε.Σ.Ρ., για κάθε παράβαση των απορρεουσών από τον νόμο  υποχρεώσεών τους, υπείχαν πειθαρχική ευθύνη, σύμφωνα με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση ειδικού πειθαρχικού συμβουλίου. Το ειδικό αυτό πειθαρχικό συμβούλιο συγκροτούνταν με απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ύστερα από πρόταση του αρχαιότερου Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τριετή θητεία και απαρτιζόταν από έναν αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, έναν Αρεοπαγίτη, έναν Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δύο καθηγητές Α.Ε.Ι. στο γνωστικό αντικείμενο του δημοσίου δικαίου, οι οποίοι επιλέγονταν μετά από κλήρωση. Με την ίδια απόφαση διοριζόταν και ο γραμματέας του συμβουλίου. Για τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου που ήταν δικαστικοί λειτουργοί απαιτούνταν απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Το πειθαρχικό συμβούλιο επιλαμβανόταν και αποφάσιζε μετά από τεκμηριωμένες καταγγελίες ή αναφορές που υποβάλλονταν στην υπηρεσιακή γραμματεία του προέδρου του, συνεδρίαζε με την παρουσία τριών τουλάχιστον μελών και αποφάσιζε με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Η παρ.5 του αρ. 3 του ν. 2863/2000, όμως, η οποία προέβλεπε τα ανωτέρω σχετικά με την πειθαρχική ευθύνη των μελών του Ε.Σ.Ρ. και βάσει της οποίας συγκροτούνταν το ειδικό πειθαρχικό συμβούλιο, καταργήθηκε ρητά με την παρ. 9 του αρ. 5 του ν. 3051/2002. Έκτοτε δεν υφίσταται ανάλογη ρύθμιση, ούτε στους σχετικούς με το Ε.Σ.Ρ. νόμους ούτε στους μετέπειτα εκδοθέντες κανονισμούς λειτουργίας της αρχής[2]. Καθίσταται, έτσι, σαφής η πρόθεση υπαγωγής των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης στο πειθαρχικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων, αφού η έλλειψη ειδικής πειθαρχικής ρύθμισης για τα μέλη μίας ανεξάρτητης αρχής οδηγεί αβίαστα στην αναλογική γι’αυτά εφαρμογή των διατάξεων του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007 που θα αναλυθεί μετά την έρευνα των ειδικών διατάξεων για κάθε επιμέρους ανεξάρτητη αρχή).

2.ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη δημόσια αρχή, η οποία έχει ως αποστολή της την εποπτεία της εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, του ν. 4624/2019, του ν. 3471/2006 και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται κάθε φορά. Ιδρύθηκε με τον ν. 2472/1997 «για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ευρωπαϊκή οδηγία 95/46/ΕΚ. Αποστολή της Α.Π.Π.Δ. είναι ο σεβασμός και η προστασία του ιδιωτικού βίου και των προσωπικών δεδομένων των πολιτών, που αποτελούν τον θεμελιώδη λίθο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη των τελευταίων ετών, οι νέες προσωποποιημένες μορφές διαφήμισης και η καταχώριση προσωπικών στοιχείων σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες αυξάνουν τον κίνδυνο αθέμιτης επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, καθιστώντας έτσι το έργο της αρχής δυσκολότερο και την αξία αυτού ανεκτίμητη.

Όσον αφορά στο πειθαρχικό καθεστώς των μελών της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ο κανονισμός λειτουργίας της (αποφ. 209/2000 ΦΕΚ Β΄ αρ. φύλλου 336/17-3-2000) ορίζει στο άρθρο 11 ότι «τα μέλη της Αρχής υπέχουν πειθαρχική ευθύνη για παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία. Η πειθαρχική αγωγή ασκείται ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου που ορίζει ο νόμος». Ο κανονισμός λειτουργίας της, επομένως, παραπέμπει στον νόμο για την ρύθμιση των ειδικότερων ζητημάτων πειθαρχικού δικαίου. Ο νόμος που ρυθμίζει το πειθαρχικό καθεστώς των μελών της αρχής είναι ο ν. 2472/1997, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος των ρυθμίσεών του αντικαταστάθηκε από τον νεότερο νόμο περί προσωπικών δεδομένων (ν.4624/2019,GDPR), ωστόσο κάποιες διατάξεις του εξακολουθούν να παραμένουν σε ισχύ. Κατά ρητή πρόβλεψη του  αρ. 84 και του αρ. 16 παρ. 3  του ν. 4624/2019, διατηρείται σε ισχύ η παρ. 3 του αρ. 18 του ν. 2472/1997. Η διάταξη αυτή είναι εξόχως σημαντική, αφού ρυθμίζει την πειθαρχική διαδικασία που ακολουθείται. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή, για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών τους  που απορρέουν από τον νόμο, τα μέλη της Αρχής υπέχουν πειθαρχική ευθύνη. Οι υποχρεώσεις αυτές προβλέπονται πλέον στο αρ. 16 παρ. 1 του ν. 4624/2019, το οποίο ορίζει ότι «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ο Πρόεδρος και τα μέλη της Αρχής υπακούουν στη συνείδησή τους και τον νόμο και υπόκεινται στο καθήκον εχεμύθειας. Ως μάρτυρες ή πραγματογνώμονες μπορούν να καταθέτουν στοιχεία που αφορούν αποκλειστικά και μόνο την τήρηση των διατάξεων του ΓΚΠΔ και του παρόντος. Το καθήκον εχεμύθειας υφίσταται και μετά την με οποιονδήποτε τρόπο αποχώρηση του Προέδρου και των μελών της Αρχής.».

Εν συνεχεία το αρ. 18 παρ. 3 του ν. 2472/1997  θέτει τους διαδικαστικούς κανόνες της πειθαρχικής διαδικασίας ορίζοντας ότι την πειθαρχική αγωγή ασκεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ο Υπουργός Δικαιοσύνης για τον Πρόεδρο και τα μέλη της Αρχής και ο Πρόεδρος της Αρχής για τα μέλη της. Το πειθαρχικό συμβούλιο συντίθεται από έναν Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, έναν Αρεοπαγίτη, – ένα Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δύο Καθηγητές Α.Ε.Ι. σε γνωστικό Αντικείμενο του δικαίου. Χρέη γραμματέα του συμβουλίου εκτελεί υπάλληλος της Αρχής. Ο πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του συμβουλίου ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές. Για τα μέλη του συμβουλίου που είναι δικαστικοί λειτουργοί απαιτείται απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Το συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης με τριετή θητεία και συνεδριάζει με την παρουσία τεσσάρων τουλάχιστον μελών, μεταξύ των οποίων οπωσδήποτε ο πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του, και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου. Αν υπάρχουν περισσότερες από δύο γνώμες, οι ακολουθούντες την ασθενέστερη οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις επικρατέστερες. Το πειθαρχικό συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο  βαθμό την απαλλαγή ή την παύση του εγκαλουμένου. Η αμοιβή του προέδρου, των μελών και του γραμματέα του συμβουλίου καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών οικονομικών και Δικαιοσύνης κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διατάξεως.

3.ΑΡΧΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Τηλεπικοινωνιών είναι μια από τις 5 συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές που προβλέφθηκαν με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Ο εκτελεστικός του αρ. 19 παρ. 2 του Συντάγματος νόμος 3115/2003 (« Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών», ΦΕΚ Α΄ 47/27-2-2003) προέβλεψε τη σύσταση και την λειτουργία αυτής ανεξάρτητης αρχής. Σκοπός της Α.Δ.Α.Ε. είναι η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και  ο έλεγχος της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει την εξέταση των  καταγγελιών αναφορικά με τη διαδικασία άρσης του απορρήτου (6 παρ. 1περ. ε΄ ν. 3115/2003), τον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου (κατά τα άρθρα 3-5 ν. 2225/1994), χωρίς να υπεισέρχεται στην κατ’ ουσίαν κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών (6§1περ. α΄ ν. 3115/2003),την τήρηση αρχείου απόρρητης αλληλογραφίας, στο οποίο περιέχονται οι κοινοποιούμενες σε αυτήν  διατάξεις των δικαστικών αρχών ,με τις οποίες αποφασίζεται η άρση του απορρήτου (6§1περ. ζ΄ ν. 3115/2003, 5§4 ν. 2225/1994 ,όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 περ. β΄ ν. 3115/2003) και την  δυνητική γνωστοποίηση της επιβολής άρσης του απορρήτου στους θιγόμενους , μετά τη λήξη του μέτρου και εφόσον δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε (5§9 ν. 2225/1994,όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 περ. δ΄ ν. 3115/2003)[3]. Η άρση του απορρήτου, δεδομένου ότι κατ΄ αρχήν αποτελεί επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του πολίτη, πρέπει να συντελείται με απόλυτη τήρηση των προβλεπομένων από τον νόμο προϋποθέσεων, κάτι που ουδείς άλλος μπορεί να εγγυηθεί πέρα από την Α.Δ.Α.Ε. .

Η πειθαρχική ευθύνη των μελών της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών ρυθμίζεται από τον ν. 3115/2003 και από τον κανονισμό λειτουργίας της αρχής. Ο ν. 3115/2003 στο αρ. 5 ορίζει ότι για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον νόμο, τα μέλη της Α.Δ.Α.Ε. υπέχουν πειθαρχική ευθύνη. Στο αρ. 3 που καθορίζει τις υποχρεώσεις των μελών, ο νόμος προβλέπει σαν βασική υποχρέωσή τους το καθήκον εχεμύθειας, το οποίο μάλιστα οφείλουν να σέβονται ακόμα και μετά την αποχώρησή τους από την αρχή. Στη συνέχεια, ο εν λόγω νόμος καθορίζει τους διαδικαστικούς κανόνες της πειθαρχικής διαδικασίας καθώς και τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα. Σύμφωνα με αυτόν, την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου κινεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης για τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τα μέλη της Α.Δ.Α.Ε. και ο Πρόεδρος για τον Αντιπρόεδρο και τα μέλη της. Εδώ, όμως, τίθεται το ζήτημα ποιος θα κινήσει εν τέλει την πειθαρχική διαδικασία σε βάρος του Αντιπροέδρου ή  μέλους της αρχής, αφού ο νόμος προβλέπει συναρμοδιότητα μεταξύ του Υπουργού Δικαιοσύνης και του Προέδρου της Α.Δ.Α.Ε. . Το πρόβλημα  αυτό έρχεται να επιλύσει το αρ. 9 του κανονισμού εσωτερικής λειτουργίας της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΥΑ 44/2003, ΦΕΚ Β΄ 1642/2003), ορίζοντας ότι αν για την ίδια περίπτωση έχουν επιληφθεί, ως συναρμόδιοι, ο Υπουργός  Δικαιοσύνης και ο Πρόεδρος της Αρχής, η διαδικασία συνεχίζεται μόνο από τον  Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος καθίσταται αποκλειστικά αρμόδιος. Στην  περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος της Αρχής διαβιβάζει στον Υπουργό Δικαιοσύνης όλα τα σχετικά έγγραφα. Στα επόμενα άρθρα του ο κανονισμός λειτουργίας προβλέπει ειδικές διατάξεις σχετικές με την πειθαρχική δίωξη. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι «Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει με την έγερση πειθαρχικής αγωγής και τελειώνει με την έκδοση της σχετικής με αυτήν απόφασης. Η πειθαρχική αγωγή περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και τα υπηρεσιακά  στοιχεία του ελεγχομένου και β) τον καθορισμό των πραγματικών περιστατικών τα  οποία στοιχειοθετούν το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα, τις συνθήκες κάτω  από τις οποίες τελέσθηκε και τη διάταξη που το προβλέπει. Η πειθαρχική αγωγή απευθύνεται στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο και συνοδεύεται από τον πειθαρχικό φάκελο. Αντίγραφο αυτής όταν ασκείται από τον  Υπουργό Δικαιοσύνης αποστέλλεται στον Πρόεδρο της Αρχής για την ενημέρωση του  υπηρεσιακού φακέλου του ελεγχομένου μέλους και όταν ασκείται από τον Πρόεδρο αποστέλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης». Ο κανονισμός λειτουργίας αναφέρεται στο «αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο» χωρίς, όμως, να ορίζει ποιο είναι αυτό. Το κενό αυτό καλύπτει ο ν. 3115/2003 ορίζοντας ότι το πειθαρχικό συμβούλιο της Α.Δ.Α.Ε.  αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, έναν Αρεοπαγίτη και τρεις Καθηγητές Α.Ε.Ι. με γνωστικό αντικείμενο του δικαίου. Χρέη γραμματέα του συμβουλίου εκτελεί υπάλληλος της Αρχής. Ο πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του συμβουλίου ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές. Για τα μέλη του συμβουλίου που είναι δικαστικοί λειτουργοί απαιτείται απόφαση του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου. Το συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης με τριετή θητεία. Η αμοιβή του προέδρου, των μελών και του γραμματέα καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Την ίδια ακριβώς συγκρότηση του πειθαρχικού συμβουλίου της Α.Δ.Α.Ε. προβλέπει και η –μάλλον περιττή- ΥΑ 338/2007. Τέλος, ο κανονισμός λειτουργίας της Α.Δ.Α.Ε ρυθμίζει την διαδικασία που ακολουθείται μετά την έκδοση της απόφασης από το πειθαρχικό συμβούλιο. Στην παρ.  αναφέρεται ότι όταν εκδοθεί η απόφαση ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου διατάσσει  την επίδοση κυρωμένου αντιγράφου της στον Πρόεδρο της Αρχής για την ενημέρωση του φακέλου αυτού που έχει ελεγχθεί πειθαρχικά καθώς και στον τελευταίο. Ακολούθως διαβιβάζει όλο το φάκελο με τα αποδεικτικά επίδοσης της απόφασης στον Υπουργό Δικαιοσύνης για την ενημέρωση του αλλά και για τις περαιτέρω ενέργειες εκτέλεσης της απόφασης, όταν με αυτή επιβλήθηκε η ποινή της παύσης.

4.ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Ο Συνήγορος του Πολίτη είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή που ιδρύθηκε με τον ν. 2477/1997 και έχει ως  σκοπό τη διαμεσολάβηση μεταξύ των πολιτών και της Διοίκησης, δηλαδή των δημοσίων υπηρεσιών, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης  (ΟΤΑ), των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου  (ΝΠΔΔ) και ορισμένων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Η διαμεσολάβηση αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών, την υπεράσπιση του πολίτη έναντι διακρίσεων εις βάρος του, την καταπολέμηση της κακοδιοίκησης  και την τήρηση της νομιμότητας, μέσω της έρευνας ατομικών διοικητικών πράξεων, παραλείψεων έκδοσής τους και  υλικών ενεργειών της διοίκησης που παραβιάζουν τα δικαιώματα ή τα νομικά συμφέροντα φυσικών ή νομικών προσώπων. Σύμφωνα με το αρ. 2 του Π.Δ. 272/1999, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 της Απόφ. Φ 10/45651/2021 ( ΦΕΚ Β΄ 4251 2021), «το έργο της Αρχής οργανώνεται σε κύκλους δραστηριότητας και ομάδες ειδικών αρμοδιοτήτων, ως εξής: Ι. Κύκλοι δραστηριότητας: α) Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, β) Κοινωνικής Προστασίας, γ) Ποιότητα Ζωής, δ) Σχέσεων Κράτους – Πολίτη), ε) Δικαιωμάτων του Παιδιού, στ) Ίσης Μεταχείρισης και  ΙΙ. Ομάδες ειδικών αρμοδιοτήτων: α) Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, β) Εθνικός Μηχανισμός Πρόληψης των Βασανιστηρίων και της Κακομεταχείρισης, γ) Εθνικός Μηχανισμός Παρακολούθησης Αναγκαστικών Επιστροφών Αλλοδαπών, δ) Πλαίσιο Προαγωγής των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Αναπηρία».

Όσον αφορά στο πειθαρχικό status  των μελών της ανεξάρτητης αυτής αρχής, τα οριζόμενα στον Κανονισμό λειτουργίας της και στις μετέπειτα τροποποιήσεις αυτού καθώς και στα σχετικά με αυτή νομοθετήματα είναι ελάχιστα. Καθίσταται, έτσι, σαφές ότι για την πλήρωση των κενών στην πειθαρχική διαδικασία των μελών του ΣτΠ  εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, τόσο οι αναφερόμενες στην κατ’ ουσίαν κρίση της πειθαρχικής υποθέσεως (έννοια και απαρίθμηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων που αναλύθηκαν στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας), όσο και οι ρυθμίζουσες τους διαδικαστικούς κανόνες της πειθαρχικής διαδικασίας (οι οποίες θα ερευνηθούν μετά την ανάλυση των ειδικών διατάξεων των επιμέρους ανεξαρτήτων αρχών). Το π.δ. 273/1999, όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση Φ1//2021 του προέδρου της αρχής, περιέχει ρυθμίσεις  για το πειθαρχικό καθεστώς του επιστημονικού και διοικητικού προσωπικού της αρχής ορίζοντας ότι ο Συνήγορος του Πολίτη είναι ο πειθαρχικός προϊστάμενος του επιστημονικού και διοικητικού προσωπικού και μπορεί να επιβάλλει ποινή επίπληξης ή προστίμου ίσου προς τις αποδοχές ενός μηνός. Ως πειθαρχικός προϊστάμενος έχει και τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τον Υπαλληλικό Κώδικα για το μόνιμο προσωπικό και από  το π.δ. 410/1988 για το ιδιωτικού δικαίου προσωπικό. Κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, το Τμήμα Διοίκησης της αρχής  είναι αρμόδιο για το χειρισμό όλων των θεμάτων υπηρεσιακής κατάστασης του εν γένει προσωπικού της Αρχής, όπως των πειθαρχικών παραπτωμάτων, πειθαρχικής διαδικασίας και πειθαρχικών ποινών.

Μία ενδιαφέρουσα ρύθμιση πειθαρχικού δικαίου θέτει ο ν. 3094/2003, η οποία, όμως, δεν αφορά τα μέλη του ΣτΠ αλλά τους δημοσίους λειτουργούς, υπαλλήλους και μέλη της διοίκησης, τα οποία αρνούνται να συνεργαστούν με τον ΣτΠ ή η παράνομη συμπεριφορά των οποίων διαπιστώθηκε από τον ΣτΠ. Παρόλο που η εν λόγω διάταξη εκτείνεται εκτός του πυρήνα του θέματος της εργασίας, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί περιληπτικά λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει. Συγκεκριμένα το αρ. 4 παρ. 11 του εν λόγω νόμου προβλέπει ότι «άρνηση λειτουργού ή υπαλλήλου ή μέλους διοίκησης να συνεργασθεί με τον Συνήγορο του Πολίτη, κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα παράβασης καθήκοντος, για δε τα μέλη διοίκησης λόγο αντικατάστασής τους. Αν κατά την έρευνα διαπιστωθεί παράνομη συμπεριφορά λειτουργού, υπαλλήλου ή μέλους διοίκησης, ο Συνήγορος του Πολίτη διαβιβάζει την έκθεση στο αρμόδιο όργανο και μπορεί να προκαλέσει την πειθαρχική δίωξη του υπαιτίου ή να προτείνει τη λήψη άλλων μέτρων, αν ο υπαίτιος δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο». Σχετική είναι η ΣτΕ 2882/2014[4], η οποία απέρριψε προσφυγή του αντιδημάρχου Λήμνου κατά της πειθαρχικής ποινής της αργίας διάρκειας 3 ημερών που του επιβλήθηκε για παραβιάσεις της νομοθεσίας που διέπει την ίδρυση και λειτουργία καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος,  κατόπιν μάλιστα σχετικού εγγράφου του Συνηγόρου του Πολίτη. Στην προκειμένη περίπτωση, παρόλο που ο ΣτΠ προειδοποίησε με έγγραφο για την παραβίαση της εν λόγω νομοθεσίας, ο πρόεδρος της επιτροπής ποιότητας ζωής (αντιδήμαρχος Λήμνου) δεν έθεσε το ζήτημα προς συζήτηση ενώπιον της επιτροπής εντός εύλογου χρόνου, ως όφειλε. Κρίθηκε, έτσι, ότι αρνήθηκε να συνεργαστεί με τον Συνήγορο του Πολίτη και γι΄ αυτό του επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή με βάση το αρ. 4 παρ. 11 του ν. 3094/2003. Επίσης σχετική είναι και η ΣτΕ 1378/2010[5], με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή δημάρχου κατά πειθαρχικής ποινής που του επιβλήθηκε, επειδή αυτός δεν απάντησε σε αλλεπάλληλες επιστολές της Βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη. Ο ισχυρισμός του προσφεύγοντα ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα είχε μεταβιβάσει την αρμοδιότητα γενικής αλληλογραφίας του Δήμου σε Αντιδήμαρχο κρίθηκε ότι δεν τον απαλλάσσει της πειθαρχικής του ευθύνης, διότι όφειλε να διαβιβάσει την οικεία αλληλογραφία στο αρμόδιο όργανο του Δήμου και να ενημερώσει σχετικά τη Βοηθό Συνηγόρου του Πολίτη.

 5.ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Tο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή που έχει ως σκοπό την εξασφάλιση της διαφάνειας, της αξιοκρατίας και της ορθότητας πρόσληψης τακτικού και εποχικού προσωπικού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ιδρύθηκε με τον ν. 2190/1994 και, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, κατέστη μια από τις πέντε  ρητά από το Σύνταγμα προβλεπόμενες ανεξάρτητες αρχές. Το Α.Σ.Ε.Π. διαθέτει δημοσιονομική και διοικητική αυτοτέλεια και, όπως όλες οι Α.Δ.Α., δεν υπόκειται σε κυβερνητικό ή διοικητικό έλεγχο, παρά μόνο σε υποτυπώδη κοινοβουλευτικό. Για την επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού του, το Α.Σ.Ε.Π. χρησιμοποιεί τα ακόλουθα μέσα κατά τη διαδικασία επιλογής προσωπικού: α) γραπτό διαγωνισμό, β)αξιολόγηση συγκεκριμένων κριτηρίων (μοριοδότηση), γ) συμπληρωματική πρακτική διαδικασία, δ) ειδικές εξετάσεις, ε) συνέντευξη. Διαφορετικές διαδικασίες ακολουθούνται για το ειδικό επιστημονικό προσωπικό και για τους εκπαιδευτικούς.

Το πειθαρχικό δίκαιο των μελών του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού ρυθμιζόταν εκτενώς στον προϊσχύσαντα κανονισμό λειτουργίας της αρχής (ΥΑ 72/2003, ΦΕΚ Β’ 997/2003). Συγκεκριμένα το αρ. 11 του κανονισμού όριζε τα πειθαρχικά παραπτώματα των μελών του Α.Σ.Ε.Π. και το χρόνο παραγραφής τους και εν συνεχεία απαριθμούσε και τις απειλούμενες γι’ αυτά πειθαρχικές ποινές, ενώ το αρ. 12 έθετε τους διαδικαστικούς κανόνες της πειθαρχικής διαδικασίας. Ο κανονισμός 997/2003, όμως, καταργήθηκε εν συνόλω από τον νέο κανονισμό λειτουργίας του Α.Σ.Ε.Π. (αποφ. 80/2021, ΦΕΚ Β’ 3450/2021), ο οποίος, εν αντιθέσει με τον προϊσχύσαντα, δεν ρυθμίζει λεπτομερώς το πειθαρχικό καθεστώς των μελών της αρχής. Καθίσταται, έτσι, σαφής η πρόθεση εναρμόνισης του πειθαρχικού status των μελών του Α.Σ.Ε.Π. με αυτό των δημοσίων υπαλλήλων, αφού το ρυθμιστικό κενό οδηγεί αβίαστα στην αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα. Επομένως, παρά τη διατύπωση του αρ. 44 παρ. 6 του ν. 4765/2021, που ορίζει ότι «θέματα που αφορούν πειθαρχικά αδικήματα των μελών του Α.Σ.Ε.Π., πειθαρχικές ποινές, τα όργανα άσκησης της πειθαρχικής δίωξης, τα πειθαρχικά συμβούλια και την εν γένει πειθαρχική διαδικασία, ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Λειτουργίας του Α.Σ.Ε.Π», η έλλειψη σχετικών διατάξεων στον ισχύοντα κανονισμό λειτουργίας καθιστά εφαρμοστέες τις διατάξεις του Δ/Υ Κώδικα.

Ο ισχύων κανονισμός λειτουργίας  περιέχει ρυθμίσεις για το πειθαρχικό καθεστώς των μελών του Ειδικευμένου Επιστημονικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) και των υπαλλήλων της Γραμματείας του Α.Σ.Ε.Π. . Συγκεκριμένα το αρ. 16 της αποφ. 80/2021 ορίζει ότι  Πρόεδρος του Α.Σ.Ε.Π. είναι ο διοικητικός προϊστάμενος του προσωπικού του Α.Σ.Ε.Π.,  ασκεί την επ` αυτού πειθαρχική εξουσία και συγκροτεί το Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών του Ειδικευμένου Επιστημονικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) και των υπαλλήλων της Γραμματείας του Α.Σ.Ε.Π. . Το αρ. 46 του ν. 4765/2021 έρχεται να συμπληρώσει τις ρυθμίσεις του κανονισμού λειτουργίας, καθορίζοντας τη σύνθεση των ανωτέρω πειθαρχικών συμβουλίων. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτό, το Πειθαρχικό Συμβούλιο για τους υπαλλήλους της Γραμματείας συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου και αποτελείται από: α) τον αρχαιότερο κατά σειρά Αντιπρόεδρο του Α.Σ.Ε.Π. ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, β) έναν  Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γ) ένα μέλος άλλης, συνταγματικά κατοχυρωμένης, Αρχής ή Βοηθό Συνήγορο του Πολίτη, που ορίζεται με απόφαση του επικεφαλής της οικείας Αρχής, με τον αναπληρωτή του, δ) δύο αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων της Γραμματείας, αναλόγως της σχέσης εργασίας τους, δημοσίου δικαίου ή Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου, με τους αναπληρωτές τους κατά τη σειρά εκλογής τους, οι οποίοι είναι μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, στο οποίο υπάγεται ο διωκόμενος υπάλληλος. Γραμματέας του Συμβουλίου ορίζεται με την απόφαση συγκρότησης υπάλληλος της Γραμματείας του Α.Σ.Ε.Π. κατηγορίας Π.Ε. ή Τ.Ε. ή Δ.Ε. με τον αναπληρωτή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο για το Ειδικευμένο Επιστημονικό Προσωπικό (Ε.Ε.Π.) του Α.Σ.Ε.Π. συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου και αποτελείται από: α) τον αρχαιότερο κατά σειρά Αντιπρόεδρο του Α.Σ.Ε.Π. ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, β) έναν/μία  Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον/την Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γ) ένα μέλος άλλης, συνταγματικά κατοχυρωμένης, Αρχής ή Βοηθό Συνήγορο του Πολίτη που ορίζεται με απόφαση του επικεφαλής της οικείας Αρχής, με τον αναπληρωτή του, δ) δύο αιρετούς εκπροσώπους του Ε.Ε.Π. αναλόγως της σχέσης εργασίας τους, δημοσίου δικαίου ή Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου με τους αναπληρωτές τους, κατά τη σειρά εκλογής τους, οι οποίοι είναι μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, στο οποίο υπάγεται ο διωκόμενος υπάλληλος. Γραμματέας του Συμβουλίου ορίζεται, με την απόφαση συγκρότησης, υπάλληλος της Γραμματείας του Α.Σ.Ε.Π. κατηγορίας Π.Ε. ή Τ.Ε. ή Δ.Ε. με τον αναπληρωτή του. Κατά τα λοιπά και για όλα τα ως άνω πειθαρχικά συμβούλια εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. Για τη σύσταση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου για το προσωπικό της Γραμματείας και το Ε.Ε.Π., ισχύει η παρ. 3 του αρ. 4  του ν.3051/2002.

Γ) ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΕΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΡΧΕΣ

1.ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας είναι ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή, η οποία συστήθηκε με το ν.2773/1999, στο πλαίσιο εναρμόνισης με τις Οδηγίες 2003/54/ΕΚ και 2003/55/ΕΚ για τον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο. Κύρια αρμοδιότητά της είναι η εποπτεία της ελληνικής αγοράς ενέργειας σε όλους τους τομείς της, με την εισήγηση μέτρων στην Πολιτεία και την λήψη μέτρων εκ μέρους της ίδιας της αρχής στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, με σκοπό την επίτευξη του στόχου της απελευθέρωσης των αγορών ενέργειας και φυσικού αερίου. Ο ρόλος της ΡΑΕ ως εθνικής ρυθμιστικής αρχής ενέργειας αναβαθμίστηκε από το 2011 και μετά, με την επαύξηση και ενίσχυση των αποφασιστικών αρμοδιοτήτων της σχετικά με τη ρύθμιση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, αρμοδιοτήτων που ανατέθηκαν σε αυτήν κατ’ επιταγήν της Τρίτης Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Δέσμης, η οποία και ανάγει τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές ενέργειας σε «εγγυητές» της εύρυθμης λειτουργίας των ενεργειακών αγορών. Ειδικότερα, η ΡΑΕ ανέλαβε πλέον αποφασιστικό ρόλο στα παρακάτω θέματα: α)χορήγηση αδειών παραγωγής, β)παρακολούθηση και εποπτεία της αγοράς ενέργειας, γ)Προστασία των καταναλωτών, δ)παρακολούθηση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, ε)χορήγηση αδειών, στ)εποπτεία επί των Ανεξάρτητων Διαχειριστών Μεταφοράς, ζ)Έγκριση τιμολογίων μη ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων, η)χορήγηση εξαίρεσης από υποχρεώσεις παροχής πρόσβασης τρίτων, θ)παρακολούθηση πρόσβασης στις ενεργειακές διασυνδέσεις, ι)λήψη ρυθμιστικών μέτρων για την εύρυθμη λειτουργία των ενεργειακών αγορών[6].

Η πειθαρχική ευθύνη των μελών της  Ρ.Α.Ε.  ρυθμίζεται λεπτομερώς από τον ν. 4001/2011. Το αρ. 10 του εν λόγω νόμου προβλέπει τις υποχρεώσεις των μελών της αρχής, ορίζοντας ότι, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τα μέλη της Ρ.Α.Ε. έχουν υποχρέωση τήρησης των αρχών της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας και της διαφάνειας και ενεργούν ανεξάρτητα από οποιοδήποτε οικονομικό συμφέρον. Τα μέλη της ΡΑΕ δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν απευθείας οδηγίες από κυβερνητικά και διοικητικά όργανα ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή φορέα. Παρατηρείται, έτσι, και σε αυτήν την περίπτωση ο καθορισμός των υποχρεώσεων των μελών της Α.Δ.Α. με αναφορά σε γενικές αρχές, όπως αυτές της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας, προκειμένου να δοθεί ευελιξία στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο να υπάγει την εκάστοτε συμπεριφορά του ελεγχομένου στην παράβαση μίας ή περισσοτέρων εξ αυτών, ταυτοχρόνως όμως να εξασφαλίζεται και η ασφάλεια δικαίου, αφού μία απλή αναγωγή στα διδάγματα της κοινής πείρας δύναται να υποδείξει στα μέλη την συμπεριφορά που οι γενικές αυτές αρχές επιτάσσουν να τηρηθεί. Στη συνέχεια, το αρ. 11 του ιδίου νόμου αναφέρει ότι τα μέλη της ΡΑΕ, για κάθε παράβαση των προαναφερθεισών  υποχρεώσεων τους, υπέχουν πειθαρχική ευθύνη. Η ευθύνη αυτή καταλογίζεται με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση ειδικού πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με πενταετή θητεία και απαρτίζεται από δύο  Συμβούλους της Επικρατείας και τρεις μόνιμους Καθηγητές Πανεπιστημίου οποιασδήποτε βαθμίδας στο γνωστικό αντικείμενο του δημοσίου δικαίου και τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους, οι οποίοι επιλέγονται μετά από κλήρωση που διενεργείται από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πρόεδρος ορίζεται ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός εκ των μελών του συμβουλίου. Μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου που συνταξιοδοτούνται από το σώμα στο οποίο μετέχουν ως δικαστικοί λειτουργοί ή καθηγητές διατηρούν την ιδιότητα του μέλους του πειθαρχικού συμβουλίου έως τη λήξη της θητείας τους. Με την ίδια απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής διορίζεται ο γραμματέας του συμβουλίου και ο αναπληρωτής του, οι οποίοι είναι μέλη της Γραμματείας της ΡΑΕ. Μετά τον καθορισμό των υποχρεώσεων των μελών της Ρ.Α.Ε., η παράβαση των οποίων συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, και του πειθαρχικού συμβουλίου που είναι αρμόδιο για την εν λόγω κρίση, ο ν. 4001/2011 στις επόμενες παραγράφους του αρ. 11 θέτει τους διαδικαστικούς κανόνες της πειθαρχικής διαδικασίας των μελών της Ρ.Α.Ε. . Συγκεκριμένα, ορίζει ότι  την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου δύνανται να κινήσουν με απόφαση τους ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ο Πρόεδρος της Βουλής ή η ΡΑΕ χωρίς τη συμμετοχή του ελεγχόμενου μέλους.  Το όργανο που κινεί την πειθαρχική διαδικασία διαβιβάζει στον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου πλήρη φάκελο της υπόθεσης, τον ατομικό φάκελο του εγκαλουμένου και κάθε αναγκαίο επιπλέον στοιχείο και κοινοποιεί αντίγραφο της κίνησης της πειθαρχικής διαδικασίας στο σύνολο των τακτικών και αναπληρωματικών μελών του πειθαρχικού συμβουλίου.  Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου, όταν λάβει τα προαναφερθέντα στοιχεία , παραγγέλλει την επίδοση κλήσης με γνωστοποίηση των αιτιάσεων στον εγκαλούμενο γνωρίζοντας του παράλληλα ότι δικαιούται να λάβει γνώση του συνόλου των εγγράφων της υπόθεσης μέχρι την ημερομηνία της πρώτης συζήτησης. Ακολούθως, ρυθμίζεται από τον ανωτέρω νόμο η διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Το συμβούλιο συνεδριάζει με την παρουσία τριών  τουλάχιστον μελών και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, κατόπιν ακρόασης του εγκαλουμένου. Ο τελευταίος απολαμβάνει του δικαιώματος να παρίσταται στην ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου διαδικασία με δικηγόρο. Το πειθαρχικό συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας και τη διαβίβαση σε αυτό πλήρους φακέλου της υπόθεσης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις περί υπαλληλικής προσφυγής. Στα μέλη της ΡΑΕ, όταν προβαίνουν σε πράξεις ή αναλαμβάνουν εργασία ή έργο που δεν συμβιβάζονται με τις αρχές της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας που πρέπει να διέπουν τη λειτουργία της Αρχής, ανεξάρτητα από αστική ή/και ποινική ευθύνη που τυχόν υπέχουν, επιβάλλεται με την ως άνω διαδικασία η ποινή της παύσης. Η ιδιότητα του μέλους μπορεί να ανασταλεί, με απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου, εφόσον έχει κινηθεί πειθαρχική διαδικασία κατά του μέλους αυτού και, πάντως, εάν εκδοθεί αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα για ένα από τα εγκλήματα που συνεπάγονται κώλυμα διορισμού[7] ή έκπτωση[8] δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007) και μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση. Αν ανασταλεί η ιδιότητα μέλους, διορίζεται αναπληρωματικό μέλος κατά τη διαδικασία της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του εν λόγω νόμου, η θητεία του οποίου διαρκεί όσο διαρκεί η αναστολή. Ωστόσο, η ΡΑΕ συνεχίζει να λειτουργεί, όχι όμως πέρα από ένα εξάμηνο, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους, του οποίου η ιδιότητα έχει ανασταλεί, εφόσον κατά τις συνεδριάσεις της τα λοιπά μέλη επαρκούν, ώστε να υπάρχει απαρτία. Τέλος, τα μέλη της ΡΑΕ εκπίπτουν αυτοδικαίως από τη θέση τους, εάν κατά τη διάρκεια της θητείας τους καταδικαστούν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα. Η έκπτωση των μελών της ΡΑΕ συνεπεία αμετάκλητης δικαστικής απόφασης διαπιστώνεται με απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, η οποία εκδίδεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα ημερών από τη δημοσίευση της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.

2.ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ                                                                                                                                                                                                                                            

Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (συντ. ΕΕΤΤ) είναι ανεξάρτητη αρχή με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Αποτελεί την Εθνική Ρυθμιστική Αρχή (ΕΡΑ) σε θέματα παροχής υπηρεσιών/δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συναφών ευκολιών και υπηρεσιών, καθώς και ταχυδρομικών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Η λειτουργία της διέπεται από τα άρθρα 6 έως 11 του ν.4070/2012. Επιπλέον, η ΕΕΤΤ αποτελεί την αρχή ανταγωνισμού στις ανωτέρω αγορές της αρμοδιότητας της και διαθέτει όλες τις εξουσίες και τα δικαιώματα της Επιτροπής Ανταγωνισμού κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας του ελεύθερου ανταγωνισμού στις εν λόγω αγορές (Ν.3959/2011, άρθρα 101/102 ΣΛΕΕ και Κανονισμός  1/2003 ΕΚ του Συμβουλίου). Η ρυθμιστική αυτή αρμοδιότητα της Ε.Ε.Τ.Τ. στον τομέα του ελεύθερου ανταγωνισμού προβλέπεται πλέον από το ν. 4727/2020.

Η πειθαρχική ευθύνη των μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. ρυθμίζεται στο αρ. 10 του ν. 4070/2012. Η παρ. 1 του εν λόγω άρθρου ορίζει ότι για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών τους[9] που απορρέουν από τον . 4070/2012, καθώς και από τις διατάξεις του ν. 4053/2012, περί λειτουργίας της ταχυδρομικής αγοράς, καθώς και τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση αυτών, τα μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. υπέχουν πειθαρχική ευθύνη. Ο ανωτέρω νόμος απαριθμεί τα πειθαρχικά παραπτώματα των μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. καθώς και τις επαπειλούμενες γι’ αυτά ποινές. Ειδικότερα, αναφέρει ότι ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται: α) η σοβαρή πλημμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του μέλους, β) η ανάρμοστη συμπεριφορά σε σχέση με το κύρος και το σκοπό της Ε.Ε.Τ.Τ. ως Εθνικής Ρυθμιστικής Αρχής, γ) η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, δ) η παράβαση της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας. Τα πειθαρχικά αυτά παραπτώματα  παραγράφονται μετά από πενταετία από την τέλεση τους. Πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Τα παραπάνω παραπτώματα τιμωρούνται πειθαρχικά αν έχουν τελεστεί με δόλο ή αμέλεια, εκτός της περίπτωσης ιδιαίτερα ελαφράς αμέλειας. Οι επιβαλλόμενες ποινές είναι: α) έγγραφη επίπληξη, β) πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα μηνών και γ) προσωρινή παύση έως τριών μηνών. Σε περίπτωση εκδόσεως εντός διετίας δύο πειθαρχικών αποφάσεων σε μέλος της Ε.Ε.Τ.Τ. για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, επιβάλλεται η ποινή της προσωρινής παύσης. Αρμόδιο για την κρίση περί της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων είναι το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Αυτό αποτελείται από έναν Σύμβουλο Επικρατείας, έναν Αρεοπαγίτη και τρεις Καθηγητές Α.Ε.Ι. με γνωστικό αντικείμενο τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες ή το δίκαιο, η δε θητεία τους είναι τριετής. Καθήκοντα Προέδρου ασκεί ο αρχαιότερος των δικαστικών λειτουργών. Χρέη γραμματέα του συμβουλίου εκτελεί υπάλληλος του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του συμβουλίου ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές. Το συμβούλιο συγκροτείται με κοινή απόφαση του  Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης και του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην οποία καθορίζεται και η αμοιβή του Προέδρου, των μελών και του γραμματέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4024/2011. Για τα μέλη του Συμβουλίου που είναι δικαστικοί λειτουργοί απαιτείται απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Το συμβούλιο συνεδριάζει με την παρουσία τεσσάρων τουλάχιστον μελών, μεταξύ των οποίων οπωσδήποτε ο πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του, και αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων (σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου).

Εν συνεχεία, ο ν. 4070/2012 ρυθμίζει τη διαδικασία από την κίνηση της πειθαρχικής δίωξης μέχρι την έκδοση της πειθαρχικής απόφασης, ενώ αναφέρεται και στη σχέση πειθαρχικής-ποινικής δίκης. Συγκεκριμένα, ορίζει ότι την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου κινεί το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, για τον Πρόεδρο, τους Αντιπροέδρους και τα μέλη της ή η Ε.Ε.Τ.Τ. χωρίς τη συμμετοχή του ελεγχόμενου μέλους. Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου υποχρεούται να καλέσει το ελεγχόμενο μέλος σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων με κλήση, η οποία αναφέρει με ακρίβεια το αποδιδόμενο παράπτωμα και τα πραγματικά περιστατικά που το στοιχειοθετούν και επιδίδεται σε αυτό με δικαστικό επιμελητή. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία ακρόασης του μέλους ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να είναι συντομότερη των δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης σε αυτόν της κλήσεως. Προ της ακροάσεως και της παροχής έγγραφων εξηγήσεων, το μέλος δικαιούται να λάβει γνώση του φακέλου της υπόθεσης και να λάβει αντίγραφο αυτού. Το πειθαρχικά διωκόμενο μέλος δικαιούται να παρίσταται με δικηγόρο της επιλογής του.  Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνέρχεται κατά την οριζόμενη ημερομηνία ακρόασης, κατά την οποία το μέλος υποβάλλει ενώπιον του Συμβουλίου τις έγγραφες εξηγήσεις του, δίδει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, δέχεται ερωτήσεις και εν γένει διευκολύνει το έργο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη διαλεύκανση της υποθέσεως. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο διασκέπτεται και εκδίδει απόφαση, σύμφωνα με την οποία είτε: α) κρίνονται ικανοποιητικές και επαρκείς οι εξηγήσεις του μέλους και παύει την πειθαρχική διαδικασία, β) δίδει εντολή στον Πρόεδρο να συντάξει έκθεση πειθαρχικού παραπτώματος, στην οποία αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά και το πειθαρχικό παράπτωμα και ορίζεται ημέρα και ώρα συνεδριάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση της υποθέσεως, στην οποία καλείται να παραστεί το διωκόμενο μέλος, εφόσον το επιθυμεί και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Στις περιπτώσεις α` και β` η απόφαση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή προς το μέλος της Ε.Ε.Τ.Τ. Σε περίπτωση λήψης της απόφασης άσκησης πειθαρχικής δίωξης, κατά την ορισθείσα ημέρα συνεδρίασης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται κατά την κρίση του να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, μετά δε την προφορική ενώπιόν του απολογία του διωκόμενου μέλους ή σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά τη διαπίστωση της νόμιμης κλητεύσεως αυτού, εκδίδει αμέσως την απόφασή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση της έκθεσης πειθαρχικού παραπτώματος και επανάληψη της συζητήσεως. Στην περίπτωση αυτή καλείται με νέα κλήση το διωκόμενο μέλος, στην οποία ορίζεται νέα ημέρα και ώρα συζητήσεως και η οποία επιδίδεται στον πειθαρχικά εγκαλούμενο. Η επίδοση αυτή μπορεί να παραληφθεί, εφόσον ο διωκόμενος ήταν παρών κατά την πρώτη συζήτηση και του γνωστοποιήθηκε η νέα ημερομηνία συζητήσεως. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται επίσης άπαξ να αναβάλει τη λήψη αποφάσεως, προκειμένου να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, ορίζοντας για το λόγο αυτό νέα ημερομηνία συζήτησης της υποθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, κλήση του διωκόμενου μέλους απαιτείται μόνο εάν αυτό ήταν απών. Οι μάρτυρες προσέρχονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει τη λήψη αποφάσεως. Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ειδικώς αιτιολογημένη, συντάσσεται εγγράφως και τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων. Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου κοινοποιούνται αμελλητί, με επιμέλεια του Προέδρου αυτού, στον Υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης. Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας κατά τα άρθρα 41 έως 44 του π.δ. 18/1989.Τέλος, ζήτημα τίθεται ως προς τη σχέση πειθαρχικής και ποινικής δίκης, όταν ένα πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα. Η παρ. 12 του αρ. 10 του ν. 4070/2012 επιλύει το πρόβλημα αυτό, ορίζοντας ότι η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τυχόν εκκρεμή ποινική δίωξη. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία, δύναται όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο να διατάξει για εξαιρετικούς λόγους την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας έως την περάτωση της ποινικής δίκης. Πραγματικά γεγονότα, τα οποία διαπιστώθηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υπόψη στην πειθαρχική διαδικασία, ουδόλως όμως κωλύεται το Πειθαρχικό Συμβούλιο να εκδώσει απόφαση διαφορετική της ποινικής, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 4070/2012[10].

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η 576/2021 ΣτΕ[11], η οποία αντιμετώπισε το ζήτημα του εάν το Πειθαρχικό Συμβούλιο της Ε.Ε.Τ.Τ. διατηρεί την αρμοδιότητά του όταν η πειθαρχική διαδικασία έχει μεν εκκινήσει, αλλά η θητεία του διωκομένου μέλους λήγει  πριν από την περί επιβολής πειθαρχικής ποινής κρίση του Συμβουλίου. Με την από 26-4-2018 προσφυγή  κατά της  Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.), του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης και κατά της από 27.2.2018 απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Μελών της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ο προσφεύγων  ζήτησε την ακύρωση της  από 27.2.2018 απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου των μελών της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.), με την οποία του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως από τη θέση του αρμοδίου για τον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αντιπροέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. Ο ανωτέρω προσφεύγων  είχε διορισθεί το έτος 2013  και η τετραετής θητεία του έληξε στις 18.12.2017, ότε και αποχώρησε από τη θέση του λόγω  λήξης της θητείας του, πλην όμως  η πειθαρχική δίωξή του  είχε κινηθεί με το από 13.10.2017 έγγραφο του τότε Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, ήτοι πριν την λήξη της θητείας του.

Το ζήτημα το οποίο τέθηκε ενώπιον του Γ΄ Τμήματος του ΣτΕ ήταν εάν η  πειθαρχική ευθύνη  συνεχίζεται πέραν της λήξης  της υπηρεσιακής σχέσης  ή όχι,  οπότε, στην δεύτερη περίπτωση,  συνεκλείπει και η εξουσία της Διοίκησης να εγείρει πειθαρχική δίωξη και να επιβάλει πειθαρχική ποινή, ακόμη και ‘όταν  η πειθαρχική  διαδικασία άρχισε  πριν από την απώλεια της κρίσιμης ιδιότητας.

Επί του θέματος αυτού η πλειοψηφία  του Γ΄ Τμήματος του ΣτΕ δέχθηκε ότι από την διάταξη του  άρθ. 1&6  ΠΔ 140/2014, το οποίο είχε εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση  του άρθ. 10&3  Ν. 4070/2012, προβλεπόταν ότι η πειθαρχική ευθύνη των μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. λήγει με την κατά οποιοδήποτε τρόπο λύση της υπηρεσιακής τους σχέσης με την Ε.Ε.Τ.Τ. και ότι η  πειθαρχική διαδικασία που άρχισε πριν από τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης συνεχίζεται ωσότου εκδοθεί απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εκτός αν ο διωκόμενος απεβίωσε. Περαιτέρω δέχθηκε ότι,  μετά την ρητή κατάργηση του ως άνω ΠΔ με το άρθ. 18 παρ. Β  του Ν. 4339/2015 χωρίς μάλιστα να περιληφθεί στις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 4070/2012, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. Α του Ν. 4339/2015, ειδική διάταξη ομοίου περιεχόμενου με την προαναφερθείσα του άρθρου 1 παρ. 6 του π.δ. 140/2014, επειδή η ιδιότητα  του  αιτούντος έληξε πριν την συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου, έληξε και η πειθαρχική ευθύνη  του διωκομένου  και βεβαίως μαζί με αυτήν και η  εξουσία του συμβουλίου να επιβάλει ποινή σ΄ αυτόν και  συνεπώς,  κατά την κρατήσασα γνώμη, η προσφυγή έπρεπε να γίνει δεκτή. Κατά την μειοψηφούσα  άποψη, η οποία επικαλέσθηκε γενικές αρχές του δικαίου,  η ισχύουσα νομοθεσία για την πειθαρχική ευθύνη λειτουργών που περιβάλλονται με ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις, καθώς και των δικαστικών και των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου χαρακτηρίζεται από  την αυτή  ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία η πειθαρχική ευθύνη τους λήγει με την λύση της υπηρεσιακής σχέσης,, με την έννοια ότι απαιτείται να υφίσταται η σχέση αυτή για την έγερση της πειθαρχικής αγωγής, πλην όμως η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται εάν η υπηρεσιακή σχέση λυθεί μετά την έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας και εκκρεμούσης της πειθαρχικής δίκης ενώπιον  του πειθαρχικού συμβουλίου και τούτο διότι η ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας με την έκδοση απόφασης εξυπηρετεί την αρχή του κράτους δικαίου και δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος που συνίστανται στην εμπέδωση της τάξεως, στην διαφύλαξη του κύρους και στην αξιόπιστη λειτουργία της Υπηρεσίας.

Κατόπιν τούτου, ενόψει της σπουδαιότητας των ζητημάτων που ανέκυψαν,  το ως άνω Τμήμα υπό την πενταμελή σύνθεση έκρινε ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεσή του.

 3.ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

H Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή με αρμοδιότητα την εξασφάλιση της τήρησης των διατάξεων του ν. 3959/2011 (“Προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού”). Στόχοι της αρχής αυτής είναι η αποκατάσταση και η διατήρηση της υγιούς ανταγωνιστικής δομής της αγοράς, η προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή και η εν γένει οικονομική ανάπτυξη μέσω της καταπολέμησης των πρακτικών που περιορίζουν ή νοθεύουν τον ανταγωνισμό και οδηγούν σε βλάβη των συμφερόντων των καταναλωτών καθώς και της εξάλειψης των φραγμών εισόδου στην αγορά, η οποία πρέπει να είναι ελεύθερη και ανοιχτή για όλες τις επιχειρήσεις. Με τον ν. 2296/1995 δόθηκε στην Επιτροπή Ανταγωνισμού διοικητική αυτοτέλεια, ενώ με τον ν. 2837/2000 απέκτησε και οικονομική αυτοτέλεια. Επιπρόσθετα και εν αντιθέσει με την πλειονότητα των ανεξαρτήτων αρχών, με τον ν. 3373/2005 η Επιτροπή Ανταγωνισμού απέκτησε διακεκριμένη νομική προσωπικότητα που της επιτρέπει να παρίσταται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλήψεις της, ενώ παράλληλα της αναγνωρίστηκε αρμοδιότητα κανονιστικής παρέμβασης σε κλάδους της οικονομίας (άρθρο 11 ν. 3959/11). Προς συμμόρφωση με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 1/2003, διευρύνθηκαν οι ελεγκτικές της εξουσίες όπως διευρυνθήκαν και οι αρμοδιότητες της στην εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Παρά τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της, όμως, η Ε.Α. παραμένει αναρμόδια για την τήρηση των διατάξεων του ν. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού, η εφαρμογή των οποίων εμπίπτει στην αρμοδιότητα των ​πολιτικών δικαστηρίων. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφής ο κομβικός ρόλος που διαδραματίζει η Επιτροπή στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, κάτι που δικαιολογεί την νομοθετική επιλογή να της δοθεί η μέγιστη δυνατή ανεξαρτησία από τον κρατικό μηχανισμό.

Όσον αφορά το πειθαρχικό status των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αυτό ρυθμίζεται εκτενώς στο ν. 3959/2011, όπως αυτός τροποποιήθηκε από το ν. 4886/2022. Το πρώτο εδάφιο του αρ. 13 του ν. 3959/2011 ορίζει ότι για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών τους, που απορρέουν από τον εν λόγω νόμο καθώς  και από τις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση αυτού, τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπέχουν πειθαρχική ευθύνη. Κύρια υποχρέωση των μελών της αρχής είναι η τήρηση εχεμύθειας σχετικά με τα απόρρητα στοιχεία που λαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Συγκεκριμένα, το αρ. 41 του ν. 3959/2011 αναφέρει ότι «με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 38 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τα οποία λαμβάνουν, με αφορμή την υπηρεσία τους, γνώση απόρρητων στοιχείων επιχειρήσεων, ενώσεων επιχειρήσεων ή άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων που δεν έχουν σχέση με την εφαρμογή του παρόντος νόμου, υποχρεούνται να τηρούν για τα στοιχεία αυτά εχεμύθεια. Τα απόρρητα στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με την εφαρμογή του παρόντος νόμου, αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου. Τα μέλη της Ε.Α. υποχρεούνται να τηρούν εχεμύθεια, με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 38 του Κ.Π.Δ., για τα στοιχεία που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο». Η παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας, όπως ορίζει η παρ. 4 του αρ. 41, αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και σε βάρος του παραβάντος μέλους ασκείται πειθαρχική δίωξη. Στην παρ. 2 του αρ. 13Α του ν. 3959/2011 απαριθμούνται τα πειθαρχικά παραπτώματα και εν συνεχεία οι πειθαρχικές ποινές που δύνανται να επιβληθούν στα μέλη της Ε.Α.. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται: α) η σοβαρή παράβαση του παρόντος και της νομοθεσίας που διέπει τα καθήκοντα του μέλους, β) η απόκτηση ή η επιδίωξη απόκτησης αθέμιτου οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος του ιδίου του μέλους ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών και γ) η υπαίτια πρόκληση ζημίας σε βάρος του Δημοσίου ή της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Για τα παραπάνω πειθαρχικά παραπτώματα επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές, αν έχουν τελεστεί με δόλο ή βαριά αμέλεια. Τα πειθαρχικά αδικήματα αυτά παραγράφονται μετά πενταετία από την τέλεση αυτών. Πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα, δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Οι επιβαλλόμενες από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ποινές είναι: α) πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα μηνών και β) οριστική παύση. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο στις εξής περιπτώσεις: α) αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά ταυτόχρονα και αξιόποινη πράξη, β) αν το μέλος απέκτησε ή επιδίωξε να αποκτήσει αθέμιτο οικονομικό όφελος ή αντάλλαγμα προς όφελος του ιδίου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, γ) της εκ προθέσεως παράβασης της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας, δ) της παράβασης της παρ. 5 του άρθρου 12, ε) της πρόκλησης οικονομικής ζημίας σε βάρος του Δημοσίου ή της Επιτροπής Ανταγωνισμού με πρόθεση ή από βαριά αμέλεια.

Στη συνέχεια, ο ν. 3959/2011 θέτει τους διαδικαστικούς κανόνες που διέπουν την πειθαρχική διαδικασία των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου Πειθαρχικού Συμβουλίου κινεί το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων για τον πρόεδρο και τα μέλη της. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό για την επιβολή των προαναφερθεισών επαπειλούμενων κυρώσεων. Το εν λόγω Συμβούλιο  αποτελείται από δύο Συμβούλους Επικρατείας, έναν  Αρεοπαγίτη και δύο καθηγητές Α.Ε.Ι., εν ενεργεία ή ομότιμους, με ειδίκευση στο δίκαιο του ανταγωνισμού, στο εμπορικό, ποινικό ή δημόσιο δίκαιο ή τα οικονομικά, με πενταετή θητεία. Η πρόωρη επανασυγκρότηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου και η με άλλον τρόπο πρόωρη λήξη της ως άνω θητείας με διοικητική πράξη απαγορεύονται. Καθήκοντα προέδρου ασκεί ο αρχαιότερος των δικαστικών λειτουργών. Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου εκτελεί υπάλληλος του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Ο πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του Συμβουλίου ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές. Το Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ενώ  τα μέλη του Συμβουλίου που είναι δικαστικοί λειτουργοί, διορίζονται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου απολαύουν πλήρους ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες και υπέχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νομίμως με την παρουσία όλων των μελών του και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων Μετά την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου υποχρεούται να καλέσει το μέλος σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων με κλήση, η οποία αναφέρει με ακρίβεια το αποδιδόμενο παράπτωμα και τα πραγματικά περιστατικά που το στοιχειοθετούν και επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία ακρόασης του μέλους ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο των δέκα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της κλήσης. Προ της ακροάσεως και της παροχής έγγραφων εξηγήσεων, το μέλος έχει πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης και δικαιούται να λάβει αντίγραφο αυτού. Το πειθαρχικά διωκόμενο μέλος δικαιούται να παρίσταται με δικηγόρο της επιλογής του. Κατά την ακρόαση, το μέλος υποβάλλει ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου τις έγγραφες εξηγήσεις του, παρέχει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, απαντά σε ερωτήσεις και εν γένει διευκολύνει το έργο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο διασκέπτεται αυθημερόν και εκδίδει απόφαση, η οποία είτε: α) κρίνει ικανοποιητικές και επαρκείς τις εξηγήσεις του μέλους και παύει την πειθαρχική διαδικασία, β) δίδει εντολή στον Πρόεδρο του Συμβουλίου να συντάξει έκθεση πειθαρχικού παραπτώματος, στην οποία περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, το πειθαρχικό παράπτωμα και ορίζεται ημέρα και ώρα συνεδριάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση της υποθέσεως, στην οποία καλείται να παραστεί το διωκόμενο μέλος, εφόσον το επιθυμεί και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης, κατά την ορισθείσα ημέρα συνεδρίασης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται κατά την κρίση του να εξετάσει μάρτυρες, μετά δε την προφορική ενώπιον του απολογία του διωκόμενου μέλους ή, σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά τη διαπίστωση της νόμιμης κλήτευσής του, εκδίδει αμέσως την απόφασή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση της έκθεσης πειθαρχικού παραπτώματος και επανάληψη της συζητήσεως. Στην περίπτωση αυτή καλείται με νέα κλήση το διωκόμενο μέλος, στην οποία ορίζεται νέα ημέρα και ώρα συζητήσεως, η οποία επιδίδεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Η επίδοση αυτή μπορεί να παραλειφθεί, εφόσον το μέλος κατά την πρώτη συζήτηση ήταν παρόν και του γνωστοποιήθηκε η νέα ημερομηνία συζητήσεως. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται επίσης άπαξ να αναβάλει τη λήψη αποφάσεως, προκειμένου να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, ορίζοντας για τον λόγο αυτόν νέα ημερομηνία συζήτησης της υποθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, κλήση του διωκόμενου μέλους απαιτείται μόνο εάν αυτό ήταν απόν. Οι μάρτυρες προσέρχονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει τη λήψη αποφάσεως. Η ως άνω απόφαση και στις δύο περιπτώσεις επιδίδεται στο μέλος με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο. Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ειδικώς αιτιολογημένη, συντάσσεται εγγράφως και τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων. Για τους σκοπούς του έργου του Πειθαρχικού Συμβουλίου μπορούν να χρησιμοποιούνται ηλεκτρονικά μέσα καταγραφής του συνόλου ή μέρους της προφορικής διαδικασίας. Μετά την κατάρτιση και υπογραφή των πρακτικών όλα τα ηλεκτρονικά βοηθήματα καταστρέφονται. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τυχόν εκκρεμή ποινική διαδικασία. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει αυτοδίκαια την πειθαρχική διαδικασία, δύναται όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο να διατάξει την αναστολή της μέχρι την περάτωση της ποινικής δίκης. Σε περίπτωση αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου για αδίκημα σχετιζόμενο με παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος ή για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 10 και 149 έως 151 του ν. 3528/2007, εκδίδεται απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία διαπιστώνεται η οριστική παύση του μέλους. Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου, καθώς και οι πράξεις του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που εκδίδονται σε εκτέλεση των αποφάσεων αυτών, υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αν με την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης ή η απόφαση αυτή έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη έκπτωση του μέλους, τότε η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα άρθρα 41 έως 44 του π.δ. 18/1989. Από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης ή συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωση και έως τη λήξη της προθεσμίας προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή, σε περίπτωση εμπρόθεσμης άσκησης προσφυγής, έως τη με οποιονδήποτε τρόπον περάτωση της δίκης, το μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού τίθεται αυτοδίκαια σε αργία, εκτός αν άλλως αποφασίσει το Συμβούλιο της Επικρατείας ύστερα από άσκηση αίτησης αναστολής. Η παρ. 3 του άρθρου 103 και οι παρ. 1 έως 3 του άρθρου 105 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. εφαρμόζονται και σε αυτήν την περίπτωση. Κατά τη διάρκεια της αργίας τα μέλη εξακολουθούν να βαρύνονται με τους περιορισμούς, τις υποχρεώσεις και τα ασυμβίβαστα του άρθρου 12. Σε περίπτωση θέσης μέλους σε αργία διορίζεται αναπληρωματικό μέλος, η θητεία του οποίου διαρκεί όσο διαρκεί η αργία.

 4.ΑΡΧΗ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ  ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης” συστήθηκε με το άρθ. 7 ν. 3691/2008.  Μετονομάσθηκε με το άρθ. 47 ν. 4557/2018  σε «Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες». Σκοπός της Αρχής είναι, κατά το άρθ. 47 παρ.1 ν. 4557/2018: α) η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη, τον εντοπισμό και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, β) ο προσδιορισμός των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων και η επιβολή χρηματοοικονομικών κυρώσεων σε βάρος τους και σε βάρος προσώπων που καθορίζονται με Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και των οργάνων του ή με Αποφάσεις και Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

γ) ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση αα` της παρ. 1 του αρ. 3 του ν. 3213/2003.Η Αρχή απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δεκαεπτά μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν τις ίδιες ιδιότητες και προσόντα με τα μέλη που αναπληρώνουν. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Αρχής απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους. Η θητεία τους ορίζεται υποχρεωτικά τριετής και μπορεί να ανανεώνεται, σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τα έξι έτη. Σε περίπτωση πρόωρης λήξης της θητείας του Προέδρου ή μέλους, διορίζεται νέος Πρόεδρος ή μέλος για το υπόλοιπο της θητείας του αποχωρήσαντος μέλους. Μέχρι το διορισμό του νέου Προέδρου ή τακτικού μέλους, τη θέση του καταλαμβάνει ο αναπληρωτής του. Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενεργεία ή επί τιμή, με γνώση της αγγλικής γλώσσας.. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους απασχόλησης. Τα μέλη της Αρχής και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Εξωτερικών, Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων και της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων, όπως ορίζεται ειδικότερα στο επόμενο άρθρο. Τα πρόσωπα που προτείνονται πρέπει να διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση, το ήθος τους, καθώς και την επαγγελματική τους ικανότητα και εμπειρία στον τραπεζικό, οικονομικό, νομικό ή επιχειρησιακό τομέα, ανάλογα με τις απαιτήσεις των επιμέρους Μονάδων της Αρχής. Ο διορισμός των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών γίνεται αφού προηγηθεί γνώμη της Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για την καταλληλότητα των προτεινόμενων προσώπων.

Σχετικά με την πειθαρχική ευθύνη του Προέδρου και των μελών της Αρχής, ισχύουν τα αναφερόμενα στο άρθ. 51 παρ. 6 Ν. 4557/2018. Έτσι, κατά το προαναφερθέν άρθρο «Ο Πρόεδρος, τα μέλη και οι υπάλληλοι της Αρχής που παραβαίνουν εκ δόλου ή βαρείας αμέλειας τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του παρόντος υπέχουν πειθαρχική ευθύνη ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής. Η πειθαρχική δίωξη κατά του Προέδρου ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα όργανα που προβλέπονται στο Σύνταγμα και τον Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών. Η πειθαρχική δίωξη κατά των μελών ασκείται ύστερα από αναφορά του Πρόεδρου της Αρχής ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων των φορέων προέλευσης των μελών από τον εποπτεύοντα Υπουργό ή κατά περίπτωση Διοικητή ή Πρόεδρο του φορέα. Τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα αποφασίζουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό για την απαλλαγή ή την παύση του εγκαλουμένου. Η πειθαρχική δίωξη κατά των υπαλλήλων ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα των φορέων από τους οποίους προέρχονται, ύστερα από σχετική αναφορά του Προέδρου της Αρχής».  Σχετικά με τα της πειθαρχικής ευθύνης του Προέδρου της Αρχής, εάν αυτός είναι εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός, εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις του άρθ. 91 Σ. και του ν. 4938/2022 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», ενώ εάν είναι δικαστικός λειτουργός επί τιμή, εφαρμοστέες τυγχάνουν αναλογικά οι διατάξεις του ν. 3528/2007 «Κώδικας Δημοσίων Πολ. Διοικ. Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ».

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Η πρωτοβάθμια πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται με την έκδοση της περί ενοχής απόφασης του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου και, σε περίπτωση που ο πειθαρχικά διωκόμενος κριθεί ένοχος του αποδιδόμενου σε αυτόν πειθαρχικού παραπτώματος, με την προσωπική αποδοκιμασία του τελευταίου, που επιτυγχάνεται με την επιβολή πειθαρχικής κύρωσης ανάλογης με τη βαρύτητα του πειθαρχικού αδικήματος, το οποίο διέπραξε. Προκειμένου, όμως, να εξασφαλιστούν οι μέγιστες δυνατές δικονομικές εγγυήσεις αντικειμενικότητας, αμεροληψίας και ορθής κρίσης εκ μέρους των πειθαρχικών οργάνων ο ν. 3051/2002 προβλέπει τη σύσταση Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, κοινού για όλες τις αρχές. Επομένως, το Συμβούλιο αυτό επιλαμβάνεται σε δεύτερο βαθμό των πειθαρχικών υποθέσεων των μελών όλων των ανεξαρτήτων αρχών, εκτός από τις περιπτώσεις που οι ειδικοί νόμοι της κάθε επιμέρους αρχής ορίζουν ρητά ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο αυτής αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι επταμελές και συγκροτείται από: α) έναν Σύμβουλο της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, β) δύο μέλη της Αρχής στην οποία υπηρετεί ο πειθαρχικά διωκόμενος υπάλληλος που ορίζονται, με τους αναπληρωτές τους, από τον Πρόεδρο της Αρχής ή τον Συνήγορο του Πολίτη και γ) τέσσερις διοικητικούς προϊσταμένους των άλλων Αρχών με τους αναπληρωτές τους που ορίζονται από τους Προέδρους των Αρχών και τον Συνήγορο του Πολίτη. Το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και υποστηρίζεται γραμματειακά από το ΑΣΕΠ. Η θητεία των μελών είναι διετής.  Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι ισχύουσες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα για τα υπηρεσιακά συμβούλια, τα πειθαρχικά συμβούλια και το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.

Δ) ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΠΟΛ. ΔΙΟΙΚ. ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΑΙ ΥΠΑΛ. Ν.Π.Δ.Δ.

Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Λόγω της συνάφειας της πειθαρχικής δίκης προς την ποινική δίκη πολλές αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται  αναλόγως και στο πειθαρχικό δίκαιο. Έτσι σύμφωνα με την ρητή πρόβλεψη του άρθ. 108 παρ. 1 του ν. 3528/2007,  αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του ν. 3528/2007  και συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας. Έτσι, σύμφωνα με την διάταξη του άρθ. 108 παρ. 2  του ανωτέρω  νόμου εφαρμόζονται  ενδεικτικά οι εξής αρχές και κανόνες,  που αφορούν: α) τους λόγους αποκλεισμού της υπαιτιότητας και της ικανότητας προς καταλογισμό, β) τις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής, γ) την έμπρακτη μετάνοια, δ) το δικαίωμα σιγής του πειθαρχικώς διωκομένου, ε) την πραγματική και νομική πλάνη, στ) το τεκμήριο της αθωότητας του πειθαρχικώς διωκομένου, ζ) την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων του πειθαρχικώς διωκομένου ή της υπηρεσίας για τη διατύπωση δυσμενών κρίσεων και εκφράσεων ή τη διενέργεια εκδηλώσεων εκ μέρους του εν λόγω υπαλλήλου εφόσον δεν στοιχειοθετείται το πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς. Με τον τρόπο αυτό επεκτείνονται, με ρητή νομοθετική πρόβλεψη, αρχές και κανόνες  του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας στο πειθαρχικό δίκαιο. Η πρόνοια αυτή του νομοθέτη εξισορροπεί  το όποιο έλλειμμα του πειθαρχικού δικαίου στο πεδίο των εγγυήσεων και υπό μία έννοια το εμπλουτίζει με τα εγγυητικά χαρακτηριστικά της ποινικής διαδικασίας. Επίσης στα ανωτέρω θα πρέπει να προστεθεί και η αρχή  (άρθ. 110 Ν. 3528/2007) ότι  δεν επιτρέπεται δεύτερη δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα[12]. Η βασική δηλαδή αρχή του  ποινικού δικαίου ne bis in idem έχει και εν προκειμένω εφαρμογή.

Β. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ

Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους υπαλλήλους είναι οι ακόλουθες, σύμφωνα με το άρθ.  109 του ν. 3528/2007: α) η έγγραφη επίπληξη, β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών, γ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα έως πέντε έτη, ε) η αφαίρεση της άσκησης των καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου για τη θητεία ή το υπόλοιπό της, στ) ο υποβιβασμός έως δύο βαθμούς, ζ) η προσωρινή παύση από τρεις έως δώδεκα  μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών και η) η ποινή της οριστικής παύσης, η οποία μπορεί να επιβληθεί μόνο για συγκεκριμένα ρητώς αναφερόμενα στην ως άνω διάταξη (109 ν. 3528/2007)  παραπτώματα. Κατά την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαιτέρες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία άλλωστε διατρέχει όλο το Δίκαιο.

Γ. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ- ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ

Κατ΄αρχάς, η πειθαρχική ευθύνη αρχίζει με την απόκτηση της ιδιότητας του υπαλλήλου. Η ανωτέρω ευθύνη λήγει με την καθ΄ οιονδήποτε τρόπο απώλεια της υπαλληλικής ιδιότητας, η πειθαρχική όμως διαδικασία η οποία τυχόν έχει εκκινήσει, συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου (άρθ. 113 ν. 3528/2007).

Σχετικά με την παραγραφή των πειθαρχικών παραπτωμάτων, αυτά παραγράφονται,  πλην ορισμένων εξαιρέσεων, προβλεπομένων στο άρθ. 112 του ν. 3528/2007,  μετά πέντε έτη από την ημέρα που διαπράχτηκαν. Περαιτέρω, πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα, δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Για τα αδικήματα αυτά οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας διακόπτουν την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος.

Επίσης η κλήση σε απολογία ή η παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο διακόπτουν την παραγραφή.   Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται επίσης από την τέλεση νέου πειθαρχικού παραπτώματος, το οποίο αποσκοπεί στην απόκρυψη ή την παρεμπόδιση της πειθαρχικής δίωξης του πρώτου. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο παράπτωμα παραγράφεται όταν παραγραφεί το δεύτερο, εφόσον η παραγραφή του δεύτερου συντελείται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραγραφής του πρώτου. Επίσης δεν παραγράφεται το πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε πειθαρχική απόφαση που επιβάλλει πειθαρχική ποινή σε πρώτο βαθμό. Τέλος, επί κατ΄ εξακολούθηση τέλεσης του αυτού πειθαρχικού παραπτώματος, ο χρόνος  παραγραφής δεν αρχίζει να υπολογίζεται πριν από τη συντέλεση της συνιστώσας το οικείο πειθαρχικό παράπτωμα τελευταίας πράξης ή παράλειψης, δηλαδή από το χρονικό σημείο κατά το οποίο έπαυσε να τελείται το κατ’ εξακολούθηση πειθαρχικό αδίκημα[13].

Δ. ΣΧΕΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ-ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ

Σε περίπτωση που ένα πειθαρχικό αδίκημα είναι και ποινικό αδίκημα, η μία διαδικασία (πειθαρχική) είναι ανεξάρτητη από την ποινική (άρθ. 114 Ν. 3528/2007). Έτσι η πειθαρχική διαδικασία δεν αναστέλλεται διαρκούσης της ποινικής διαδικασίας, πλην όμως  το πειθαρχικό όργανο μπορεί με απόφαση του, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή, να διατάξει, για εξαιρετικούς λόγους, την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα (1) έτος (άρθ. 114 Ν. 3528/2007). Το αρμόδιο δηλαδή πειθαρχικό όργανο, ενόψει σχετικής ποινικής διαδικασίας εν εξελίξει, έχει ευχέρεια  και όχι υποχρέωση να αναστείλει την πειθαρχική διαδικασία[14].  Όμως, σε περίπτωση έκδοσης  αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου ή  αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος,  το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος[15], ενώ προβλέπεται επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας[16] όταν εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση από ποινικό Δικαστήριο που έρχεται σε αντίθεση με πειθαρχική απόφαση ως προς τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική  υπόσταση  του πειθαρχικού παραπτώματος (άρθ. 114 παρ. 4 ν. 3528/2007). Περαιτέρω ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών έχει υποχρέωση (άρθ. 114 παρ. 6 ν. 3528/2007) να ανακοινώνει αμέσως στην προϊσταμένη αρχή του υπαλλήλου κάθε ποινική δίωξη που ασκείται κατ` αυτού, ούτως ώστε να κριθεί από  τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα η άσκηση ή μη πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του υπαλλήλου.

Ε. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

Κατά το άρθ. 116 Ν. 3528/2007 , πειθαρχική εξουσία στους δημοσίους υπαλλήλους ασκούν:  οι πειθαρχικώς προϊστάμενοί τους, όπως αυτοί ορίζονται από το άρθ. 117 ν. 3528/2007, το (πρωτοβάθμιο) Πειθαρχικό Συμβούλιο του οικείου φορέα, το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο,  το Διοικητικό Εφετείο και  το Συμβούλιο της Επικρατείας. Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι μπορούν να επιβάλουν την ποινή της έγγραφης επίπληξης (άρθ. 118 ν. 3528/2007). Τα πειθαρχικά συμβούλια μπορεί να επιβάλουν οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή. Τα τελευταία κρίνουν σε πρώτο βαθμό ύστερα από παραπομπή της υπόθεσης σε αυτά και σε δεύτερο βαθμό ύστερα από άσκηση ένστασης κατά αποφάσεων των  πειθαρχικών προϊσταμένων, ενώ το  Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφαίνεται σε δεύτερο βαθμό ύστερα από ένσταση κατά αποφάσεων των πρωτοβαθμίων πειθαρχικών συμβουλίων. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι επίσης το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο των ανωτάτων υπαλλήλων του Δημοσίου, το οποίο κρίνει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.

ΣΤ. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ- ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΥΤΗΣ

Στο στάδιο της πειθαρχικής προδικασίας, για την διαπίστωση της τέλεσης ή μη πειθαρχικού παραπτώματος, καθώς και των συνθηκών τέλεσής του,  προβλέπεται η  διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, που είναι η άτυπη συλλογή και καταγραφή σχετικών στοιχείων.  Την προκαταρκτική εξέταση μπορεί να ενεργήσει ή να διατάξει κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος του υπαλλήλου. Περαιτέρω στο αυτό στάδιο της πειθαρχικής προδικασίας, εάν η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος,  διενεργείται ΕΔΕ (Ένορκη Διοικητική Εξέταση), η οποία μπορεί να ακολουθήσει την προκαταρκτική εξέταση και η οποία  (ΕΔΕ) ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης του υπαλλήλου που την ενεργεί.  Η προκαταρκτική εξέταση και η ένορκη διοικητική εξέταση δεν συνιστούν πειθαρχική δίωξη, η οποία (ΕΔΕ) μπορεί να περατωθεί με αρχειοθέτηση. Εάν όμως στην ως άνω έκθεση διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος ασκεί την πειθαρχική δίωξη εντός τριών μηνών από την υποβολή της έκθεσης. Στην περίπτωση αυτή, κατά το άρθ. 122 παρ. 1 του ν. 3528/2007, η  πειθαρχική δίωξη αρχίζει με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία. Εάν λόγω της βαρύτητας του πειθαρχικού αδικήματος κριθεί αναγκαία η παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο , οπότε η πειθαρχική δίωξη ασκείται με την διαδικαστική πράξη της παραπομπής αυτής, είναι υποχρεωτική η διεξαγωγή πειθαρχικής ανάκρισης, πλην ορισμένων εξαιρέσεων (άρθ. 127 Ν. 3528/2007). Κατ΄αυτήν  (πειθαρχική ανάκριση)  καλείται οπωσδήποτε για εξέταση ο διωκόμενος υπάλληλος, ο οποίος  εξετάζεται ανωμοτί και μπορεί να παρίσταται με δικηγόρο (άρθ. 132 Ν. 3528/2007).  Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου, όταν διαβιβαστεί σε αυτόν το πόρισμα της πειθαρχικής ανάκρισης, όταν κρίνει ότι η υπόθεση είναι ώριμη για συζήτηση, την εισάγει στο πειθαρχικό συμβούλιο για να αποφασίσει την κλήση σε απολογία του διωκόμενου υπαλλήλου ή την απαλλαγή του χωρίς αυτή (άρθ. 133 Ν. 3528/2007). Εάν αποφασισθεί η κλήση σε απολογία, ακολουθεί αυτή (κλήση), στην οποία καθορίζεται σαφώς το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα και τάσσεται εύλογη προθεσμία (άρθ. 134 Ν. 3528/2007).  Κατόπιν ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου προσδιορίζει με πράξη του την ημέρα κατά την οποία θα συζητηθεί η υπόθεση, κατά την οποία  ο διωκόμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να παραστεί είτε αυτοπροσώπως είτε δια ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου (άρθ. 136 Ν. 3528/2007).  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο έγγραφο (παραπεμπτήριο έγγραφο), με το οποίο η υπόθεση παραπέμπεται στο πειθαρχικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 123 ν. 3528/2007, και το οποίο κοινοποιείται στον διωκόμενο υπάλληλο, πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα  (άρθ. 124 Ν. 3528/207) και να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται η ενοχή του παραπεμπομένου, η περιγραφή δε αυτή αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του παραπεμπτηρίου εγγράφου, με συνέπεια η παράλειψή της να καθιστά άκυρο το παραπεμπτήριο έγγραφο και μη νόμιμη την ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου διαδικασία[17].

Στην συνέχεια εκδίδεται η πειθαρχική απόφαση, η οποία διατυπώνεται εγγράφως και κοινοποιείται στον διωκόμενο υπάλληλο. Οι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταμένων υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του αρμόδιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ενώ οι αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων  που κρίνουν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, σε ένσταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, για την άσκηση της οποίας νομιμοποιείται ενεργητικά ο πειθαρχικά καταδικασθείς σε πρώτο βαθμό υπάλληλος (άρθ. 141 ν. 3528/2007). Περαιτέρω  οι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του ΣτΕ κατά των αποφάσεων του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και των Πειθαρχικών Συμβουλίων που επιβάλλουν τις πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης (άρθ 142 ν. 3528/2007). Επίσης οι ως άνω υπάλληλοι έχουν δικαίωμα προσφυγής  ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου  κατά  αποφάσεων του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή πλην της έγγραφης επίπληξης και του προστίμου των αποδοχών έως ενός μηνός (άρθ. 142 Ν. 3528/2007).  Τέλος, κατά το άρθρο 144 ν. 3528/2007, η  τελεσίδικη πειθαρχική απόφαση εκτελείται υποχρεωτικώς από την οικεία υπηρεσία.

Ε) ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η καθολική αναγνώριση της αξίας του έργου των ανεξαρτήτων διοικητικών αρχών και η παραχώρηση  ολοένα και περισσότερων αρμοδιοτήτων σε αυτές έχει οδηγήσει σε ραγδαία διεύρυνση του νομοθετικού πλέγματος που ρυθμίζει τη λειτουργία τους. Ειδικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η νομοθετική παραγωγή στον τομέα αυτό είναι εντονότατη, με τον εθνικό νομοθέτη, τον ενωσιακό νομοθέτη (Κανονισμοί, Οδηγίες) και τα διοικητικά μέλη των Α.Δ.Α. (Κανονισμοί λειτουργίας) να αποτελούν τα κύρια γρανάζια μιας νομοθετικής μηχανής που λειτουργεί ακατάπαυστα. Το πλήθος, , των σχετικών με τις Α.Δ.Α. διατάξεων, σε συνδυασμό με την έλλειψη κωδικοποίησής τους, καθιστά τη συστηματική κατανόηση της λειτουργίας των ανεξαρτήτων αρχών εξαιρετικά δυσχερή.

Όπως, όμως, κατέστη σαφές από τα ανωτέρω κεφάλαια της εργασίας μας, η νομοθετική προσπάθεια να ρυθμιστούν όλα τα σχετικά με τις Α.Δ.Α. ζητήματα δεν έχει ,προς το παρόν, το αναμενόμενο αποτέλεσμα στον τομέα του πειθαρχικού δικαίου. Η νομοθετική επιλογή να μην προβλεφθεί ενιαία πειθαρχική διαδικασία για όλες τις Α.Δ.Α. στο βασικό γι’ αυτές νομοθέτημα (ν.3051/2002) βρίσκει δικαιολογητική βάση στις ιδιαιτερότητες κάθε επιμέρους αρχής. Δημιουργείται, έτσι, η ανάγκη να ρυθμιστεί αυτοτελώς το πειθαρχικό καθεστώς των μελών κάθε επιμέρους αρχής. Η προσπάθεια αυτή έχει μεν εκκινήσει και σε ορισμένες Α.Δ.Α. έχει αποδώσει καρπούς, αφού διαθέτουν πολυάριθμες διατάξεις πειθαρχικού δικαίου και ένα επαρκώς οργανωμένο σύστημα διαδικαστικών κανόνων πειθαρχικής διαδικασίας (π.χ. Επιτροπή Ανταγωνισμού), στην πλειοψηφία των Α.Δ.Α., όμως, το πειθαρχικό τους δίκαιο βρίσκεται ακόμα σε εμβρυικό στάδιο, με διάσπαρτες διατάξεις χωρίς συστηματική οργάνωση ( π.χ. ΣτΠ), με αποτέλεσμα η πλήρωση του ρυθμιστικού τους κενού να επιτυγχάνεται με την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις παρατηρούνται οπισθοδρομήσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ε.Σ.Ρ., όπου ενώ υπήρχαν ειδικές διατάξεις πειθαρχικού δικαίου, αυτές καταργήθηκαν με μεταγενέστερο νόμο χωρίς να αντικατασταθούν με νέες (και στην περίπτωση αυτή επιστρατεύεται ο Δ/Υ Κώδικας).

Συμπερασματικά, είναι επαινετέα η προσπάθεια πύκνωσης του νομοθετικού πλέγματος που ρυθμίζει τη λειτουργία των ανεξαρτήτων αρχών. Ωστόσο, τα κενά στην πειθαρχική διαδικασία των μελών τους είναι σημαντικά και πρέπει να αντιμετωπιστούν είτε με τη νομοθετική πρόβλεψη μίας ενιαίας πειθαρχικής διαδικασίας για τα μέλη όλων των Α.Δ.Α., με ειδικές διατάξεις στο σώμα του ως άνω  νόμου στις περιπτώσεις που η ιδιαιτερότητα μίας αρχής καθιστά απαραίτητη τη διαφορετική μεταχείριση των εκάστοτε πειθαρχικών ζητημάτων που τίθενται, είτε με την ανάληψη πρωτοβουλίας εκ μέρους των διοικητικών μελών των Α.Δ.Α. για τη συστηματική ρύθμιση του πειθαρχικού τους δικαίου μέσω της τροποποίησης των Κανονισμών Λειτουργίας τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πανταζής Ν., Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Υπαλλήλων, 2015
Σπυρόπουλος Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, 2018
Σπηλιωτόπουλος Ε., Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου,15η έκδοση, 2017
Λυμπερόπουλος Λ., Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) ως Ανεξάρτητη Αρχή, 2012
Μωραΐτη Α.,  Οι νομοθετικές, διοικητικές και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες της ρυθμιστικής αρχής ενέργειας στην Ελλάδα και στην Γαλλία, 2017
Αντωνόπουλος Ε., Ζητήματα που ανακύπτουν από τη λειτουργία και την άσκηση αρμοδιοτήτων των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, 2016 Γαλάνης Θ.,  Ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές: μια ανάγνωση του ενωσιακού κεκτημένου, 2018
Φερετζάκης Γ.,   Πειθαρχικό δίκαιο : δημοσίων πολιτικών-διοικητικών υπαλλήλων & υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, 2016

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

https://lawdb.intrasoftnet.com
https://www.adjustice.gr
https://www.dpa.gr

Rae

Αρχική


http://www.adae.gr
https://www.synigoros.gr/el
https://www.asep.gr
https://www.eett.gr/opencms/opencms/EETT/EETT
https://www.epant.gr

[1]  Σχετικές είναι οι αποφάσεις ΣτΕ 2803/2019, 489/2019, 2654/2017, 294/2015 και 196/2008, που έκριναν ότι κακώς επεβλήθη πειθαρχική ποινή σε υπαλλήλους, διότι κατά την τέλεση του αποδιδόμενου σε αυτούς πειθαρχικού παραπτώματος, βρίσκονταν σε κατάσταση που ήρε τον καταλογισμό τους.

[2] Μάλιστα, είχε υποβληθεί κοινοβουλευτικό ερώτημα στο Ε.Σ.Ρ. σχετικά με το υφιστάμενο ρυθμιστικό κενό, με την αρχή να επιβεβαιώνει την έλλειψη ειδικών πειθαρχικών διατάξεων.

[3] http://www.adae.gr/i-adae/paroysiasi

[4] https://lawdb.intrasoftnet.com

[5] https://lawdb.intrasoftnet.com

[6] https://www.rae.gr

[7] Ο ν. 4001/2011 αναφέρεται στο αρ. 8 του ν. 3528/2007 που προβλέπει τις περιπτώσεις που υφίσταται κώλυμα διορισμού δημοσίου υπαλλήλου.

[8] Ο ν. 4001/2011 αναφέρεται στο αρ. 149 του ν. 3528/2007 που προβλέπει τις περιπτώσεις έκπτωσης από αξίωμα.

[9] Το αρ. 8 του ν. 4070/2012 προβλέπει για τα μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. την υποχρέωση αντικειμενικότητας και αμεροληψίας (παρ. 1), την υποχρέωση εμπιστευτικότητας εμπορικών πληροφοριών, η οποία εξακολουθεί να βαρύνει τα μέλη έως και τέσσερα έτη μετά την απομάκρυνσή τους από την αρχή (παρ. 2) και την υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (παρ. 3).

[10] Πρόκειται για την περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης με δικαστική απόφαση για αδίκημα, που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.

[11] https://lawdb.intrasoftnet.com

[12] Πρβλ. άρθ. 57 ΚΠΔ για το δεδικασμένο και την εκκρεμοδικία, ως αρνητικές δικονομικές προϋποθέσεις.

[13] ΣτΕ 994/2020 (http://www.adjustice.gr), ΣτΕ 1306/2017, 153/2016,3618/2015,3875/2015,1264/2014,1390/2014,3585/2013, 1789/2011(https://lawdb.intrasoftnet.com).

[14] ΣτΕ 1718/2016, ΣτΕ153/2016, ΣτΕ 1264/2014  ΝΟΜΟΣ

[15] ΣΤΕ 1178/2020   ΝΟΜΟΣ

[16] Πρβλ. άρθ. 525  επ. ΚΠΔ (Επανάληψη της διαδικασίας).

[17] ΣτΕ 172/2021 ΝΟΜΟΣ. Πρβλ και τη διάταξη του άρθ. 321 ΚΠΔ για το περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος στην ποινική δίκη.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,